τιμούχους — τίμουχος having honour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμούχων — τίμουχος having honour masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμουχώ — έω, Α [τιμοῡχος] είμαι τιμοῡχος* … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
τιμάοχος — ον, Α (δωρ. και επικ. τ.) βλ. τιμοῡχος … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμουχία — ἡ, Α [τιμοῡχος] το αξίωμα τού τιμούχου … Dictionary of Greek
τιμούχιον — τὸ, Α [τιμοῡχος] το αξίωμα τού τιμούχου … Dictionary of Greek